formo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | formo | formoj |
αιτιατική | formon | formojn |
formo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | formo | formoj |
αιτιατική | formon | formojn |
formo (eo)