Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
conformiste conformistes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

conformiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη conforme