↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομποστοποίηση οι κομποστοποιήσεις
      γενική της κομποστοποίησης των κομποστοποιήσεων
    αιτιατική την κομποστοποίηση τις κομποστοποιήσεις
     κλητική κομποστοποίηση κομποστοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κομποστοποίηση (νεολογισμός) < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική composting, μετοχή ενεστώτα του ρήματος compost. Μορφολογικά αναλύεται σε κομπόστ + -ο- + -ποίηση

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kom.bo.stoˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐μπο‐στο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κομποστοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία