κομποστοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κομποστοποίηση | οι | κομποστοποιήσεις |
γενική | της | κομποστοποίησης | των | κομποστοποιήσεων |
αιτιατική | την | κομποστοποίηση | τις | κομποστοποιήσεις |
κλητική | κομποστοποίηση | κομποστοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κομποστοποίηση (νεολογισμός) < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική composting, μετοχή ενεστώτα του ρήματος compost. Μορφολογικά αναλύεται σε κομπόστ + -ο- + -ποίηση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kom.bo.stoˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐μπο‐στο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομποστοποίηση θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κομποστοποίηση
Πηγές
επεξεργασία- κομποστοποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- κομποστοποίηση - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr