↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομπογιαννιτισμός οι κομπογιαννιτισμοί
      γενική του κομπογιαννιτισμού των κομπογιαννιτισμών
    αιτιατική τον κομπογιαννιτισμό τους κομπογιαννιτισμούς
     κλητική κομπογιαννιτισμέ κομπογιαννιτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κομπογιαννιτισμός < κομπογιαννίτης + -ισμός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kom.bo.ʝa.ni.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐μπο‐για‐νι‐τι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κομπογιαννιτισμός αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία