Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κομμεορρητίνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κομμεορρητίν
η
οι
κομμεορρητίν
ες
γενική
της
κομμεορρητίν
ης
των
κομμεορρητιν
ών
αιτιατική
την
κομμεορρητίν
η
τις
κομμεορρητίν
ες
κλητική
κομμεορρητίν
η
κομμεορρητίν
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κομμεορρητίνη
<
κόμμι
+
-ο-
+
ρητίνη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κομμεορρητίνη
θηλυκό
μείγμα
κόμμεως
και
ρητίνης
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ἀμμωνιακόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κομμεορρητίνη
αγγλικά
:
gum resin
(en)
γαλλικά
:
gomme-résine
(fr)
ιταλικά
:
gommoresina
(it)