gomme-résine
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
gomme-résine | gommes-résines |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαgomme-résine (fr) θηλυκό
- κομμεορρητίνη, φυσικό μείγμα κόμμεος και ρητίνης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη gommer
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
gomme-résine | gommes-résines |
gomme-résine (fr) θηλυκό