κολομπαράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κολομπαράς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kulampara < περσική غلام باره (gẖulām-bāra)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολομπαράς αρσενικό (κωλομπαράς)
- αυτός που συνουσιάζεται με άντρα, έχοντας τον ενεργητικό ρόλο