Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκκομετρία οι κοκκομετρίες
      γενική της κοκκομετρίας των κοκκομετριών
    αιτιατική την κοκκομετρία τις κοκκομετρίες
     κλητική κοκκομετρία κοκκομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοκκομετρία < κόκκος + -μετρία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική granulométrie)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοκκομετρία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία