• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κοκκινάδι

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : κοκκινάδα

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοκκινάδι τα κοκκινάδια
      γενική του κοκκιναδιού των κοκκιναδιών
    αιτιατική το κοκκινάδι τα κοκκινάδια
     κλητική κοκκινάδι κοκκινάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κοκκινάδι < μεσαιωνική ελληνική κοκκινάδι / κοκκινάδιον < ελληνιστική κοινή κόκκινος < αρχαία ελληνική κόκκος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοκκινάδι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) κόκκινο χρώμα, κοκκινιά
  2. (παρωχημένο) κραγιόν

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις κόκκινος και κόκκος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κοκκινάδι
  • εβραϊκά : אודם (he)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κοκκινάδι&oldid=5483931"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 06:54

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 06:54.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας