κοκκινάδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοκκινάδα < μεσαιωνική ελληνική κοκκινάδα < ελληνιστική κοινή κόκκινος < αρχαία ελληνική κόκκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοκκινάδα θηλυκό
- η κοκκινιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοκκινάδα
|