κοινωνικοοντολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοινωνικοοντολογικός < κοινωνικός + -ο- + οντολογικός
Επίθετο
επεξεργασίακοινωνικοοντολογικός, -ή, -ό
- που έχει μια κοινωνική και μια οντολογική διάσταση
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοινωνικοοντολογικός
|