κοινοσυντήρητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακοινοσυντήρητος, -η, -ο
- που συντηρείται με έξοδα από κοινού
- η Παλαμαϊκή Σχολή του Μεσολογγίου ήταν κοινοσυντήρητο ίδρυμα.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοινοσυντήρητος
|