Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοινοσυντήρητος η κοινοσυντήρητη το κοινοσυντήρητο
      γενική του κοινοσυντήρητου της κοινοσυντήρητης του κοινοσυντήρητου
    αιτιατική τον κοινοσυντήρητο την κοινοσυντήρητη το κοινοσυντήρητο
     κλητική κοινοσυντήρητε κοινοσυντήρητη κοινοσυντήρητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοινοσυντήρητοι οι κοινοσυντήρητες τα κοινοσυντήρητα
      γενική των κοινοσυντήρητων των κοινοσυντήρητων των κοινοσυντήρητων
    αιτιατική τους κοινοσυντήρητους τις κοινοσυντήρητες τα κοινοσυντήρητα
     κλητική κοινοσυντήρητοι κοινοσυντήρητες κοινοσυντήρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινοσυντήρητος < κοινός + -ο- + συντηρώ + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

κοινοσυντήρητος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία