κοινολεκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασίακοινολεκτικός < κοινολεκτ(ώ) + -ικός. → δείτε τους όρους κοινο- και λεκτικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.no.le.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νο‐λε‐κτι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίακοινολεκτικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοινολεκτικός
|
Πηγές
επεξεργασία- «κοινολεκτώ, κοινολεξία, κοινολεκτικός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)