κοιλιοπλαστική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοιλιοπλαστική < κοιλία + -ο- + πλαστική ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική abdominoplasty)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοιλιοπλαστική θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική επέμβαση με την οποία διορθώνονται δερματικές δυσμορφίες, δερματική χαλάρωση ή συσσώρευση λίπους στην περιοχή της κοιλιάς
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοιλιοπλαστική