↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοιλιοπλαστική οι κοιλιοπλαστικές
      γενική της κοιλιοπλαστικής των κοιλιοπλαστικών
    αιτιατική την κοιλιοπλαστική τις κοιλιοπλαστικές
     κλητική κοιλιοπλαστική κοιλιοπλαστικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοιλιοπλαστική < κοιλία + -ο- + πλαστική ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική abdominoplasty)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοιλιοπλαστική θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία