κνημιαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κνημιαίος < (ελληνιστική κοινή) κνημιαῖος < αρχαία ελληνική κνήμη
Επίθετο
επεξεργασίακνημιαίος, -α, -ο
- (ανατομία) που έχει σχέση με την κνήμη ή αναφέρεται σ’ αυτή
- Ο 37χρονος αστυνομικός που μόλις 23 χρόνων υπέστη κνημιαίο ακρωτηριασμό ύστερα από τροχαίο ατύχημα δεν το έβαλε κάτω. (*)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κνήμη