jambier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | jambier | jambiers |
θηλυκό | jambière | jambières |
jambier (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
jambier | jambiers |
jambier (fr) αρσενικό
- ξύλινο στέλεχος που διατηρεί απλωμένα τα σκέλη ενός σφαγμένου ζώου
- δερμάτινο σπιρούνι που δένεται στην κνήμη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη jambe