Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό jambier jambiers
θηλυκό jambière jambières

jambier (fr)

  1. κνημιαίος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
jambier jambiers

jambier (fr) αρσενικό

  1. ξύλινο στέλεχος που διατηρεί απλωμένα τα σκέλη ενός σφαγμένου ζώου
  2. δερμάτινο σπιρούνι που δένεται στην κνήμη

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη jambe