↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλωνοποίηση οι κλωνοποιήσεις
      γενική της κλωνοποίησης των κλωνοποιήσεων
    αιτιατική την κλωνοποίηση τις κλωνοποιήσεις
     κλητική κλωνοποίηση κλωνοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλωνοποίηση < κλών(ος) + -ο- + -ποίηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cloning[1] < μεσαιωνική ελληνική κλῶνος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλωνοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία