γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
κλωμακοεντ-, θηλυκό: κλωμακοετ-
ονομαστική κλωμακόεις κλωμακόεσσ τὸ κλωμακόεν
      γενική τοῦ κλωμακόεντος τῆς κλωμακοέσσης τοῦ κλωμακόεντος
      δοτική τῷ κλωμακόεντ τῇ κλωμακοέσσ τῷ κλωμακόεντ
    αιτιατική τὸν κλωμακόεντ τὴν κλωμακόεσσᾰν τὸ κλωμακόεν
     κλητική ! κλωμακόεν κλωμακόεσσ κλωμακόεν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κλωμακόεντες αἱ κλωμακόεσσαι τὰ κλωμακόεντ
      γενική τῶν κλωμακοέντων τῶν κλωμακοεσσῶν τῶν κλωμακοέντων
      δοτική τοῖς κλωμακόεσῐ(ν) ταῖς κλωμακοέσσαις τοῖς κλωμακοέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς κλωμακόεντᾰς τὰς κλωμακοέσσᾱς τὰ κλωμακόεντ
     κλητική ! κλωμακόεντες κλωμακόεσσαι κλωμακόεντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κλωμακόεντε τὼ κλωμακοέσσ τὼ κλωμακόεντε
      γεν-δοτ τοῖν κλωμακοέντοιν τοῖν κλωμακοέσσαιν τοῖν κλωμακοέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'χαρίεις' όπως «χαρίεις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλωμακόεις < κλῶμαξ, κλωμακ- + -όεις

  Επίθετο

επεξεργασία

κλωμακόεις, -εσσα, -εν

  • πετρώδης, γεμάτος πέτρες, τραχύς, δύσβατος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 729 (729-733)
    Οἳ δ' εἶχον Τρίκκην καὶ Ἰθώμην κλωμακόεσσαν, / οἵ τ' ἔχον Οἰχαλίην πόλιν Εὐρύτου Οἰχαλιῆος, / τῶν αὖθ' ἡγείσθην Ἀσκληπιοῦ δύο παῖδε / ἰητῆρ' ἀγαθὼ Ποδαλείριος ἠδὲ Μαχάων· / τοῖς δὲ τριήκοντα γλαφυραὶ νέες ἐστιχόωντο.
    Κι όσοι της Τρίκκης κάτοικοι και της τραχιάς Ιθώμης / κι όσοι της χώρας κάτοικοι του Ευρύτου Οιχαλίας, / είχαν τριάντα βαθουλά καράβια κι αρχηγοί τους / ήσαν ο Ποδαλείριος κι ο αδελφός Μαχάων / ιατροί καλοί, του Ασκληπιού δυο τέκνα δοξασμένα.