κλῶμαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κλωμᾰκ- | |||||
ονομαστική | ὁ | κλῶμαξ | οἱ | κλώμακες | |
γενική | τοῦ | κλώμακος | τῶν | κλωμάκων | |
δοτική | τῷ | κλώμακῐ | τοῖς | κλώμαξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | κλώμακᾰ | τοὺς | κλώμακᾰς | |
κλητική ὦ! | κλῶμαξ | κλώμακες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλώμακε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κλωμάκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλῶμαξ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλῶμαξ, κλώμᾰκος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κλῶμαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.