Δείτε επίσης: κλώμαξ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κλωμᾰκ-
ονομαστική κλῶμαξ οἱ κλώμακες
      γενική τοῦ κλώμακος τῶν κλωμάκων
      δοτική τῷ κλώμακ τοῖς κλώμαξ(ν)
    αιτιατική τὸν κλώμακ τοὺς κλώμακᾰς
     κλητική ! κλῶμαξ κλώμακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλώμακε
γεν-δοτ τοῖν  κλωμάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλῶμαξ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλῶμαξ, κλώμᾰκος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία