Δείτε επίσης: κρώμαξ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κρωμᾰκ-
ονομαστική κρῶμαξ οἱ κρώμακες
      γενική τοῦ κρώμακος τῶν κρωμάκων
      δοτική τῷ κρώμακ τοῖς κρώμαξ(ν)
    αιτιατική τὸν κρώμακ τοὺς κρώμακᾰς
     κλητική ! κρῶμαξ κρώμακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρώμακε
γεν-δοτ τοῖν  κρωμάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρῶμαξ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρῶμαξ, κρώμᾰκος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία