Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κληματένιος η κληματένια το κληματένιο
      γενική του κληματένιου της κληματένιας του κληματένιου
    αιτιατική τον κληματένιο την κληματένια το κληματένιο
     κλητική κληματένιε κληματένια κληματένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κληματένιοι οι κληματένιες τα κληματένια
      γενική των κληματένιων των κληματένιων των κληματένιων
    αιτιατική τους κληματένιους τις κληματένιες τα κληματένια
     κλητική κληματένιοι κληματένιες κληματένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κληματένιος < κλήμα + -ένιος

  Επίθετο επεξεργασία

κληματένιος, -α, -ο [1]

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. κληματένιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)