κλημάτινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλημάτινος < αρχαία ελληνική κλημάτινος < κλῆμα
Επίθετο
επεξεργασίακλημάτινος, -η, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κλήμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλημάτινος