↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλεψιμαίικος η κλεψιμαίικη το κλεψιμαίικο
      γενική του κλεψιμαίικου της κλεψιμαίικης του κλεψιμαίικου
    αιτιατική τον κλεψιμαίικο την κλεψιμαίικη το κλεψιμαίικο
     κλητική κλεψιμαίικε κλεψιμαίικη κλεψιμαίικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλεψιμαίικοι οι κλεψιμαίικες τα κλεψιμαίικα
      γενική των κλεψιμαίικων των κλεψιμαίικων των κλεψιμαίικων
    αιτιατική τους κλεψιμαίικους τις κλεψιμαίικες τα κλεψιμαίικα
     κλητική κλεψιμαίικοι κλεψιμαίικες κλεψιμαίικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κλεψιμαίικος < ελληνιστική κοινή κλεψιμαῖος + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

κλεψιμαίικος

  1. (προφορικό) που είναι προϊόν κλοπής
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (προφορικό) κλεψιμαίικα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία