Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλεπτομανής η κλεπτομανής το κλεπτομανές
      γενική του κλεπτομανούς* της κλεπτομανούς του κλεπτομανούς
    αιτιατική τον κλεπτομανή την κλεπτομανή το κλεπτομανές
     κλητική κλεπτομανή(ς) κλεπτομανής κλεπτομανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλεπτομανείς οι κλεπτομανείς τα κλεπτομανή
      γενική των κλεπτομανών των κλεπτομανών των κλεπτομανών
    αιτιατική τους κλεπτομανείς τις κλεπτομανείς τα κλεπτομανή
     κλητική κλεπτομανείς κλεπτομανείς κλεπτομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλεπτομανής < κλέπτ(ω) + -ο- + -μανής

  Επίθετο επεξεργασία

κλεπτομανής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία