κιούπι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κιούπι | τα | κιούπια |
γενική | του | κιουπιού | των | κιουπιών |
αιτιατική | το | κιούπι | τα | κιούπια |
κλητική | κιούπι | κιούπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κιούπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική küp < περσική کوب (kūp)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακιούπι ουδέτερο
- το πιθάρι που έχει μικρό μέγεθος