Ετυμολογία

επεξεργασία
jarre < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
jarre jarres

jarre (fr) θηλυκό

  1. το βαζάκι
  2. το πιθάρι, το κιούπι