βαζάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαζάκι | τα | βαζάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βαζάκι | τα | βαζάκια |
κλητική | βαζάκι | βαζάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαζάκι < υποκοριστικό του βάζο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαζάκι ουδέτερο
- μικρό βάζο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βάζο