κιούγκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κιούγκι | τα | κιούγκια |
γενική | του | κιουγκιού | των | κιουγκιών |
αιτιατική | το | κιούγκι | τα | κιούγκια |
κλητική | κιούγκι | κιούγκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κιούγκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική künk < περσική گنگ (gung)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακιούγκι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) πήλινος σωλήνας αποχέτευσης
- ※ Σκύβει η Λωξάντρα και βλέπει μέσα στον τοίχο χτισμένη την κοιλιά κιουπιού. Πα! Θησαυρός θαμμένος μέσα σε κιούπι! […] —Γυναίκα μου, έλα στα καλά σου. Θα είναι το κιούγκι του σπιτιού
- Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 301990, ISBN 960-05-0138-6), σ. 41.
- ※ Σκύβει η Λωξάντρα και βλέπει μέσα στον τοίχο χτισμένη την κοιλιά κιουπιού. Πα! Θησαυρός θαμμένος μέσα σε κιούπι! […] —Γυναίκα μου, έλα στα καλά σου. Θα είναι το κιούγκι του σπιτιού
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κιούγκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας