↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λωξάντρα οι Λωξάντρες
      γενική της Λωξάντρας
    αιτιατική τη Λωξάντρα τις Λωξάντρες
     κλητική Λωξάντρα Λωξάντρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λωξάντρα < Ρωξάνη[1] (→ δείτε και το όνομα Ρωξάνδρα)· κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη, από το όνομα Αλεξάνδρα[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /loˈksan.dɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λω‐ξά‐ντρα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λωξάντρα θηλυκό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 301990, ISBN 960-05-0138-6), σ. 25.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.