Λοξάντρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λοξάντρα | οι | Λοξάντρες |
γενική | της | Λοξάντρας | — | |
αιτιατική | τη | Λοξάντρα | τις | Λοξάντρες |
κλητική | Λοξάντρα | Λοξάντρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λοξάντρα < → δείτε το όνομα Λωξάντρα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /loˈksan.dɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λο‐ξά‐ντρα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛοξάντρα θηλυκό
- (σπάνιο) γυναικείο όνομα, άλλη γραφή του Λωξάντρα (ετυμολογικά ορθή, στην περίπτωση που προέρχεται, κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη, από το όνομα Αλεξάνδρα και όχι από το Ρωξάνη)
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.