Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κινηματογραφόφιλος η κινηματογραφόφιλη το κινηματογραφόφιλο
      γενική του κινηματογραφόφιλου της κινηματογραφόφιλης του κινηματογραφόφιλου
    αιτιατική τον κινηματογραφόφιλο την κινηματογραφόφιλη το κινηματογραφόφιλο
     κλητική κινηματογραφόφιλε κινηματογραφόφιλη κινηματογραφόφιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κινηματογραφόφιλοι οι κινηματογραφόφιλες τα κινηματογραφόφιλα
      γενική των κινηματογραφόφιλων των κινηματογραφόφιλων των κινηματογραφόφιλων
    αιτιατική τους κινηματογραφόφιλους τις κινηματογραφόφιλες τα κινηματογραφόφιλα
     κλητική κινηματογραφόφιλοι κινηματογραφόφιλες κινηματογραφόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κινηματογραφόφιλος < κινηματογράφος + -ο- + φίλος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cinéphile)

  Επίθετο επεξεργασία

κινηματογραφόφιλος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία