cinéphile
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- cinéphile < ciné (< cinéma < cinématographe < αρχαία ελληνική κίνημα < κινέω + γράφω) + -phile (< αρχαία ελληνική φίλος)
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
cinéphile (fr) αρσενικό ή θηλυκό