↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κιγκλιδωτός η κιγκλιδωτή το κιγκλιδωτό
      γενική του κιγκλιδωτού της κιγκλιδωτής του κιγκλιδωτού
    αιτιατική τον κιγκλιδωτό την κιγκλιδωτή το κιγκλιδωτό
     κλητική κιγκλιδωτέ κιγκλιδωτή κιγκλιδωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κιγκλιδωτοί οι κιγκλιδωτές τα κιγκλιδωτά
      γενική των κιγκλιδωτών των κιγκλιδωτών των κιγκλιδωτών
    αιτιατική τους κιγκλιδωτούς τις κιγκλιδωτές τα κιγκλιδωτά
     κλητική κιγκλιδωτοί κιγκλιδωτές κιγκλιδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κιγκλιδωτός < κιγκλίδα + -ωτός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική grillagé[1] [2])

  Επίθετο

επεξεργασία

κιγκλιδωτός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. κιγκλιδωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)