Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κιβωτιοφόρος η κιβωτιοφόρα το κιβωτιοφόρο
      γενική του κιβωτιοφόρου της κιβωτιοφόρας του κιβωτιοφόρου
    αιτιατική τον κιβωτιοφόρο την κιβωτιοφόρα το κιβωτιοφόρο
     κλητική κιβωτιοφόρε κιβωτιοφόρα κιβωτιοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κιβωτιοφόροι οι κιβωτιοφόρες τα κιβωτιοφόρα
      γενική των κιβωτιοφόρων των κιβωτιοφόρων των κιβωτιοφόρων
    αιτιατική τους κιβωτιοφόρους τις κιβωτιοφόρες τα κιβωτιοφόρα
     κλητική κιβωτιοφόροι κιβωτιοφόρες κιβωτιοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιβωτιοφόρος < κιβώτιο + -ο- + -φόρος

  Επίθετο επεξεργασία

κιβωτιοφόρος

  1. που μεταφέρει κιβώτια
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κιβωτιοφόρο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία