Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κιβωτιοφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κιβωτιοφόρ
ος
η
κιβωτιοφόρ
α
το
κιβωτιοφόρ
ο
γενική
του
κιβωτιοφόρ
ου
της
κιβωτιοφόρ
ας
του
κιβωτιοφόρ
ου
αιτιατική
τον
κιβωτιοφόρ
ο
την
κιβωτιοφόρ
α
το
κιβωτιοφόρ
ο
κλητική
κιβωτιοφόρ
ε
κιβωτιοφόρ
α
κιβωτιοφόρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κιβωτιοφόρ
οι
οι
κιβωτιοφόρ
ες
τα
κιβωτιοφόρ
α
γενική
των
κιβωτιοφόρ
ων
των
κιβωτιοφόρ
ων
των
κιβωτιοφόρ
ων
αιτιατική
τους
κιβωτιοφόρ
ους
τις
κιβωτιοφόρ
ες
τα
κιβωτιοφόρ
α
κλητική
κιβωτιοφόρ
οι
κιβωτιοφόρ
ες
κιβωτιοφόρ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κιβωτιοφόρος
<
κιβώτιο
+
-ο-
+
-φόρος
Επίθετο
επεξεργασία
κιβωτιοφόρος
που
μεταφέρει
κιβώτια
(
ουσιαστικοποιημένο
)
κιβωτιοφόρο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
κιβώτιο
και
φέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κιβωτιοφόρος