Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κηκογόνος η κηκογόνος
κηκογόνα
το κηκογόνο
      γενική του κηκογόνου της κηκογόνου
κηκογόνας
του κηκογόνου
    αιτιατική τον κηκογόνο την κηκογόνο
κηκογόνα
το κηκογόνο
     κλητική κηκογόνε κηκογόνε
κηκογόνα
κηκογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κηκογόνοι οι κηκογόνοι
κηκογόνες
τα κηκογόνα
      γενική των κηκογόνων των κηκογόνων των κηκογόνων
    αιτιατική τους κηκογόνους τις κηκογόνους
κηκογόνες
τα κηκογόνα
     κλητική κηκογόνοι κηκογόνοι
κηκογόνες
κηκογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κηκογόνος < κηκίω και γόνος < γίνομαι

  Επίθετο επεξεργασία

κηκογόνος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία