Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κηκογόνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κηκογόν
ος
η
κηκογόν
ος
&
κηκογόν
α
το
κηκογόν
ο
γενική
του
κηκογόν
ου
της
κηκογόν
ου
&
κηκογόν
ας
του
κηκογόν
ου
αιτιατική
τον
κηκογόν
ο
την
κηκογόν
ο
&
κηκογόν
α
το
κηκογόν
ο
κλητική
κηκογόν
ε
κηκογόν
ε
&
κηκογόν
α
κηκογόν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κηκογόν
οι
οι
κηκογόν
οι
&
κηκογόν
ες
τα
κηκογόν
α
γενική
των
κηκογόν
ων
των
κηκογόν
ων
των
κηκογόν
ων
αιτιατική
τους
κηκογόν
ους
τις
κηκογόν
ους
&
κηκογόν
ες
τα
κηκογόν
α
κλητική
κηκογόν
οι
κηκογόν
οι
&
κηκογόν
ες
κηκογόν
α
ομάδα '-ος -ος -ο & -α'
,
Κατηγορία
όπως «
ζημιογόνος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κηκογόνος
<
κηκίω
και
γόνος
<
γίνομαι
Επίθετο
επεξεργασία
κηκογόνος, -η, -ο
που προκαλεί
κηκίδες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κηκογόνος
γαλλικά
:
criminogène
(fr)