κηκίω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κηκίω < αβέβαιης ετυμολογίας → δείτε τη λέξη κηκίς
Ρήμα
επεξεργασίακηκίω
- εκρέω, αναβλύζω
- ⮡ αἱμάς κηκιομέναν ἑλκέων (αίμα που αναβλύζει από τις πληγές)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 5 (ε. Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς.), στίχ. 455 ᾤδεε δὲ χρόα πάντα, θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ
- → λείπει η μετάφραση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κηκίς
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κηκίω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κηκίω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.