↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κηκίς αἱ κηκῖδες
      γενική τῆς κηκῖδος τῶν κηκίδων
      δοτική τῇ κηκῖδ ταῖς κηκῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κηκῖδ τὰς κηκῖδᾰς
     κλητική ! κηκίς* κηκῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κηκῖδε
γεν-δοτ τοῖν  κηκίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κηκίς < αβέβαιης ετυμολογίας. Το κηκίω, μετονοματικός σχηματισμός από το κηκίς, είτε το κηκίς με αναδρομικό σχηματισμό από το κηκίω.[1] Πιθανόν προελληνική ς προέλευσης.[2] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κηκίς, , -ῖδος θηλυκό

  1. οτιδήποτε στάζει, εκχέεται
    1. όπως αίμα
    2. όπως υγρά από την καύση σε θυσίες
  2. βαφή από τον χυμό δέντρου

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

με διαφορά σημασίας

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  3. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .