Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κηδευτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία el
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κηδευτικ
ός
η
κηδευτικ
ή
το
κηδευτικ
ό
γενική
του
κηδευτικ
ού
της
κηδευτικ
ής
του
κηδευτικ
ού
αιτιατική
τον
κηδευτικ
ό
την
κηδευτικ
ή
το
κηδευτικ
ό
κλητική
κηδευτικ
έ
κηδευτικ
ή
κηδευτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κηδευτικ
οί
οι
κηδευτικ
ές
τα
κηδευτικ
ά
γενική
των
κηδευτικ
ών
των
κηδευτικ
ών
των
κηδευτικ
ών
αιτιατική
τους
κηδευτικ
ούς
τις
κηδευτικ
ές
τα
κηδευτικ
ά
κλητική
κηδευτικ
οί
κηδευτικ
ές
κηδευτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία el
επεξεργασία
κηδευτικός
<
κηδεύω
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
κηδευτικός, -ή, -ό
που αφορά ή σχετίζεται με
κηδεία
νεκρικός, ταφικός
(
μεταφορικά
) τρομακτικός ή πολύ σοβαρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
funereal
(en)