κεῦθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κεῦθος | τὰ | κεύθη - κεύθεᾰ |
γενική | τοῦ | κεύθους - κεύθεος | τῶν | κευθῶν - κευθέων |
δοτική | τῷ | κεύθει - κεύθεῐ̈ | τοῖς | κεύθεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | κεῦθος | τὰ | κεύθη - κεύθεα |
κλητική ὦ! | κεῦθος | κεύθη - κεύθεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κεύθει - κεύθεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κευθοῖν - κευθέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κεῦθος < κεύθω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεῦθος, -εος/-ους ουδέτερο
- το ενδότερο σημείο, κρυψώνας, βάθος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 204 (203-204)
- Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον, | ἑσταότ᾽ εἰν Ἀΐδαο δόμοις, ὑπὸ κεύθεσι γαίης·
- Έτσι μιλούσαν μεταξύ τους | οι ψυχές στον Άδη, στα έγκατα της γης.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον, | ἑσταότ᾽ εἰν Ἀΐδαο δόμοις, ὑπὸ κεύθεσι γαίης·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 300
- ζαθέης ὑπὸ κεύθεσι γαίης.
- στης πανίερης γης τα βάθη.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ζαθέης ὑπὸ κεύθεσι γαίης.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 872
- [ΧΟΡ.] πρόβα πρόβα· βᾶθι κεῦθος οἴκων.
- [ΧΟΡ.] Προχώρει μέσα στου σπιτιού τα βάθη.
- Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- [ΧΟΡ.] πρόβα πρόβα· βᾶθι κεῦθος οἴκων.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 4.607 @scaife.perseus
- ἀλλά τις ἰδμοσύνῃσιν ἀνὴρ ὑπὸ κεύθεα πόντου
- ≈ συνώνυμα: κεῦθμα, κευθμών, κευθμός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 204 (203-204)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κεύθω
Πηγές
επεξεργασία- κεῦθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κεῦθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.