↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κεῦθος τὰ κεύθη - κεύθε
      γενική τοῦ κεύθους - κεύθεος τῶν κευθῶν - κευθέων
      δοτική τῷ κεύθει - κεύθεῐ̈ τοῖς κεύθεσ(ν)
    αιτιατική τὸ κεῦθος τὰ κεύθη - κεύθεα
     κλητική ! κεῦθος κεύθη - κεύθεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κεύθει - κεύθεε
γεν-δοτ τοῖν  κευθοῖν - κευθέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεῦθος < κεύθω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεῦθος, -εος/-ους ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία