Ετυμολογία

επεξεργασία
κεύθω < λείπει η ετυμολογία

κεύθω

  1. καλύπτω εντελώς
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
  2. (αμετάβατο) είμαι κρυμμένος
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 968 (967-968)
    ὃ δὲ θανὼν | κεύθει κάτω δὴ γῆς·
    Εκείνος πέθανε | και βρήκε τάφο μες στη γη
    Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  3. κρατώ κάτι κρυφό, κρύβω, αποκρύπτω
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 19
    ἐξαύδα, μὴ κεῦθε νόῳ, ἵνα εἴδομεν ἄμφω.»
    Λέγε, μη το ᾽χεις μυστικό, κι εγώ να το γνωρίσω».
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία