Δείτε επίσης: Κεχαγιάς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεχαγιάς οι κεχαγιάδες
      γενική του κεχαγιά των κεχαγιάδων
    αιτιατική τον κεχαγιά τους κεχαγιάδες
     κλητική κεχαγιά κεχαγιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεχαγιάς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική كدخدا (τουρκική kâhya) < περσική کدخدا (kadkhudā)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεχαγιάς αρσενικό

  1. αξιωματούχος του οθωμανικού κράτους
  2. (μεταφορικά) αυτός που θέλει να είναι πάντα αρχηγός
  3. (επάγγελμα) υπεύθυνος προβάτων στο μετόχι

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία