κεχαγιάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεχαγιάς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική كدخدا (τουρκική kâhya) < περσική کدخدا (kadkhudā)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεχαγιάς αρσενικό
- αξιωματούχος του οθωμανικού κράτους
- (μεταφορικά) αυτός που θέλει να είναι πάντα αρχηγός
- (επάγγελμα) υπεύθυνος προβάτων στο μετόχι
Συγγενικά επεξεργασία
- κεχαγιάδικος
- Κεχαγιάς (επώνυμο)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κεχαγιάς στη Βικιπαίδεια