Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεχαγιάδικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κεχαγιάδικ
ος
οι
κεχαγιάδικ
οι
γενική
του
κεχαγιάδικ
ου
των
κεχαγιάδικ
ων
αιτιατική
τον
κεχαγιάδικ
ο
τους
κεχαγιάδικ
ους
κλητική
κεχαγιάδικ
ε
κεχαγιάδικ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεχαγιάδικος
<
κεχαγιά(ς)
+
-άδικος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κεχαγιάδικος
αρσενικό
(
χορός
) παραδοσιακός χορός από το νησί της
Λήμνου
Δείτε επίσης
επεξεργασία
κεχαγιάδικος
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεχαγιάδικος