κεφαλίσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κεφαλίσιος | η | κεφαλίσια | το | κεφαλίσιο |
γενική | του | κεφαλίσιου | της | κεφαλίσιας | του | κεφαλίσιου |
αιτιατική | τον | κεφαλίσιο | την | κεφαλίσια | το | κεφαλίσιο |
κλητική | κεφαλίσιε | κεφαλίσια | κεφαλίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κεφαλίσιοι | οι | κεφαλίσιες | τα | κεφαλίσια |
γενική | των | κεφαλίσιων | των | κεφαλίσιων | των | κεφαλίσιων |
αιτιατική | τους | κεφαλίσιους | τις | κεφαλίσιες | τα | κεφαλίσια |
κλητική | κεφαλίσιοι | κεφαλίσιες | κεφαλίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακεφαλίσιος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κεφαλίσιος
|