κερόπανο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κερόπανο | τα | κερόπανα |
γενική | του | κερόπανου | των | κερόπανων |
αιτιατική | το | κερόπανο | τα | κερόπανα |
κλητική | κερόπανο | κερόπανα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακερόπανο ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κερόπανο
|