Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κερδισμένος η κερδισμένη το κερδισμένο
      γενική του κερδισμένου της κερδισμένης του κερδισμένου
    αιτιατική τον κερδισμένο την κερδισμένη το κερδισμένο
     κλητική κερδισμένε κερδισμένη κερδισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κερδισμένοι οι κερδισμένες τα κερδισμένα
      γενική των κερδισμένων των κερδισμένων των κερδισμένων
    αιτιατική τους κερδισμένους τις κερδισμένες τα κερδισμένα
     κλητική κερδισμένοι κερδισμένες κερδισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κερδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κερδίζω, κερδίζομαι

  Μετοχή επεξεργασία

κερδισμένος, -η, -ο

  1. (για πρόσωπο) που έχει κερδίσει
  2. (για πράγμα) που έχει κερδηθεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία