κερδισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κερδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κερδίζω, κερδίζομαι
Μετοχή
επεξεργασίακερδισμένος, -η, -ο
- (για πρόσωπο) που έχει κερδίσει
- (για πράγμα) που έχει κερδηθεί
κερδισμένος, -η, -ο