κερασένιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κερασένιος | η | κερασένια | το | κερασένιο |
γενική | του | κερασένιου | της | κερασένιας | του | κερασένιου |
αιτιατική | τον | κερασένιο | την | κερασένια | το | κερασένιο |
κλητική | κερασένιε | κερασένια | κερασένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κερασένιοι | οι | κερασένιες | τα | κερασένια |
γενική | των | κερασένιων | των | κερασένιων | των | κερασένιων |
αιτιατική | τους | κερασένιους | τις | κερασένιες | τα | κερασένια |
κλητική | κερασένιοι | κερασένιες | κερασένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κερασένιος
- που έχει κατασκευαστεί από ξύλο κερασιάς
- που έχει το χρώμα του κερασιού
κερασένιος (χρώμα): - Άλλες μορφές κερασής
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κεράσι
Μεταφράσεις επεξεργασία
κερασένιος
|