↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεντροφόρος η κεντροφόρα το κεντροφόρο
      γενική του κεντροφόρου της κεντροφόρας του κεντροφόρου
    αιτιατική τον κεντροφόρο την κεντροφόρα το κεντροφόρο
     κλητική κεντροφόρε κεντροφόρα κεντροφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεντροφόροι οι κεντροφόρες τα κεντροφόρα
      γενική των κεντροφόρων των κεντροφόρων των κεντροφόρων
    αιτιατική τους κεντροφόρους τις κεντροφόρες τα κεντροφόρα
     κλητική κεντροφόροι κεντροφόρες κεντροφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεντροφόρος < ελληνιστική κοινή κεντροφόρος < αρχαία ελληνική κέντρον + φέρω

  Επίθετο

επεξεργασία

κεντροφόρος

  1. που φέρει κεντρί
  2. (ψάρι) είδος καρχαρία της οικογένειας squalidae

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία