↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κελάρης οι κελάρηδες
      γενική του κελάρη των κελάρηδων
    αιτιατική τον κελάρη τους κελάρηδες
     κλητική κελάρη κελάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κελάρης[1] < μεσαιωνική ελληνική κελάρης / κελλάρης < κελλάριν < ελληνιστική κοινή κελλάριον < υστερολατινική cellarium < λατινική cella

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κελάρης αρσενικό (θηλυκό: κελάρισσα)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  1. Η γραφή με ένα λ κατά ορθογραφική απλοποίηση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία