Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κελάρηδες

  1. κελάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. κελάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. κελάρης, στην κλητική του πληθυντικού