Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεκλεισμένος η κεκλεισμένη το κεκλεισμένο
      γενική του κεκλεισμένου της κεκλεισμένης του κεκλεισμένου
    αιτιατική τον κεκλεισμένο την κεκλεισμένη το κεκλεισμένο
     κλητική κεκλεισμένε κεκλεισμένη κεκλεισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεκλεισμένοι οι κεκλεισμένες τα κεκλεισμένα
      γενική των κεκλεισμένων των κεκλεισμένων των κεκλεισμένων
    αιτιατική τους κεκλεισμένους τις κεκλεισμένες τα κεκλεισμένα
     κλητική κεκλεισμένοι κεκλεισμένες κεκλεισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεκλεισμένος < αρχαία ελληνική, μετοχή παθητικού παρακειμένου κλείω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.kliˈzme.nos/

  Μετοχή επεξεργασία

κεκλεισμένος, -η, -ο

Εκφράσεις επεξεργασία