Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεκλεισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Μετοχή
1.3.1
Εκφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κεκλεισμέν
ος
η
κεκλεισμέν
η
το
κεκλεισμέν
ο
γενική
του
κεκλεισμέν
ου
της
κεκλεισμέν
ης
του
κεκλεισμέν
ου
αιτιατική
τον
κεκλεισμέν
ο
την
κεκλεισμέν
η
το
κεκλεισμέν
ο
κλητική
κεκλεισμέν
ε
κεκλεισμέν
η
κεκλεισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κεκλεισμέν
οι
οι
κεκλεισμέν
ες
τα
κεκλεισμέν
α
γενική
των
κεκλεισμέν
ων
των
κεκλεισμέν
ων
των
κεκλεισμέν
ων
αιτιατική
τους
κεκλεισμέν
ους
τις
κεκλεισμέν
ες
τα
κεκλεισμέν
α
κλητική
κεκλεισμέν
οι
κεκλεισμέν
ες
κεκλεισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεκλεισμένος
<
αρχαία ελληνική
,
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κλείω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ce.kliˈzme.nos
/
Μετοχή
επεξεργασία
κεκλεισμένος, -η, -ο
κλειστός
Εκφράσεις
επεξεργασία
κεκλεισμένων των θυρών